Κυριακή 17 Απριλίου 2016

http://arsimpar.blogspot.gr/                                                                                                17/4/2016

ΚΑΛΕΣΜΑ
Ο Υπ. Παιδείας βιάζεται γρήγορα-γρήγορα να ψηφίσει το νομοσχέδιο για τον τρόπο διορισμού των αναπληρωτών, που θα καταδικάσει στην ανεργία πλέον των μισών αναπληρωτών που εργάζονται φέτος, ελπίζοντας ότι δεν θα προλάβουν να εγερθούν σημαντικές αντιδράσεις.
Υπάρχει επιτακτική ανάγκη λοιπόν να οργανωθούμε άμεσα. Επείγει να προγραμματίσουμε διάφορες δράσεις αυτή την εβδομάδα:
1.Τη Δευτέρα πρέπει να ενημερώσουμε κατ' αρχήν τους Συλλόγους στους οποίους ανήκουμε ο καθένας και να βγούμε κατά ομάδες στα σχολεία.
2. Σας καλούμε ΟΛΟΥΣ, αναπληρωτές και μη, έναν προς έναν, να έρθετε τη Δευτέρα το βράδυ στις 8.30 στο ΔΣ στα Πευκάκια να συζητήσουμε, να οργανώσουμε τις αντιδράσεις μας, για να μη ψηφιστεί το νομοσχέδιο.
3. Ζητάμε άμεσα από το ΔΣ  της ΕΛΜΕ να πάρει πρωτοβουλίες προς αυτή τη κατεύθυνση.
·        Να απευθύνει κι αυτό κάλεσμα σε όλους και δη τους αναπληρωτές για περαιτέρω δράσεις περιοδείες στα σχολεία, να αποφασίσει κινητοποίηση - απεργία για την Πέμπτη σε συντονισμό με άλλα σωματεία για αυτό το θέμα. 
·        Να ζητήσει από την ΟΛΜΕ να αποχωρήσει από τις συζητήσεις με το Υπουργείο και να προγραμματίσει νέες ΓΣ των ΕΛΜΕ και ΓΣ των Προέδρων, με αγωνιστικό πρόγραμμα συνολικά για όλη την επίθεση που δεχόμαστε.
4. Χρειαζόμαστε διευκολυντικές στάσεις εργασίας για να μπορούμε να συμμετέχουμε. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη σε πολύμορφες δράσεις που θα αποφασίσουμε.
ΟΛΟΙ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΩΡΑ
 ΚΑΛΥΨΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΕΝΩΝ, ΜΕ ΜΟΝΙΜΟΥΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ
ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΑΣ ΠΛΗΤΤΟΥΝ ΟΛΟΥΣ
ΟΧΙ  ΣΤΟ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟ ΣΕ ΜΟΝΙΜΟΥΣ-ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ - ΑΣΕΠίτες - ΠΡΟΠΥΠΗΡΕΣΙΑριους


Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Τι συμβαίνει στη Rojava;
Μια ανάλυση-ενημέρωση για την εξέγερση στην επαρχία των Σύριων Κούρδων.

Το έργο της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, η δημιουργία αυτόνομων ζωνών και οι σκληρές κριτικές του τόσο στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό δεν έχει αφήσει τους Κούρδους της βόρειας Συρίας με πολλούς φίλους.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων μηνών που το Kobane ήταν υπό πολιορκία από το ISIS, από μερικά μέσα μαζικής ενημέρωσης είχε δοθεί προσοχή στην πραγματική πάλη του λαού της βόρειας Συρίας στην οποία παλεύουν για πραγματική δημοκρατία, για τα δικαιώματα των γυναικών και την οικολογική βιωσιμότητα.
Στις 26 Ιανουαρίου, μετά από 134 ημέρες αντίστασης οι κουρδικές ένοπλες δυνάμεις ανακοίνωσαν ότι είχαν απωθήσει με επιτυχία τις δυνάμεις του ισλαμικού κράτους  έξω από το Kobane. Κατά τη διάρκεια των τεσσεράμισι μηνών, η πόλη στο βόρειο τμήμα της Συρίας που ήταν υπό επίθεση από το ISIS έγινε σύμβολο της αντίστασης κατά των φαινομενικά «ανίκητων» τζιχαντιστικών δυνάμεων και ένα προπύργιο της ελευθερίας στη μέση του χάους και της καταστροφής του Συριακού εμφύλιου πολέμου.
Από την απελευθέρωση του Kobane, οι κουρδικές δυνάμεις άμυνας των YPG και  YPJ (Ανδρικές και Γυναικείε
ς Μονάδες Άμυνας ) συνέχισαν την πρόοδό τους κατά του ISIS και τις τελευταίες εβδομάδες έχουν καταφέρει να απελευθερώσουν σχεδόν τα δύο τρίτα των περίπου 350 χωριών που μαζί αποτελούν το καντόνι του Kobane . Η νίκη στο Kobane δεν είναι μόνο μια καλή στρατιωτική ήττα για το ISIS, αλλά το πιο σημαντικό, ίσως, είναι η συμβολική σημασία αυτού του γεγονότος, στην εικόνα του ISIS «ως  αήττητου» έχει δεχθεί ένα θανατηφόρο χτύπημα, ενώ οι Κούρδοι οι ίδιοι έχουν αναδειχθεί ως απαραίτητος σύμμαχος στη μάχη κατά των εξτρεμιστών στην περιοχή.
Ενώ η μάχη για το Kobane έχει λάβει πολλή προσοχή στα διεθνή μέσα ενημέρωσης - όχι  λιγότερο οι «εξωτικές»  γυναίκες μαχητές της YPJ - ελάχιστα έχουν καλύψει την αληθινή μάχη των Κούρδων. Από το καλοκαίρι του 2012, όταν το Κουρδικό  Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) κήρυξε την αυτονομία των τριών καντονιών στη βόρεια Συρία, συλλογικά γνωστά ως Rojava, οι τοπικοί άνθρωποι έχουν εμπλακεί σε ένα από τα κάτω επαναστατικό αγώνα που επιδιώκουν την οριζόντια δημοκρατία, την ισότητα των φύλων και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Η επανάσταση στην Rojava - από τότε που  έχει γίνει γνωστή - είναι ξεκάθαρα αντι-κρατικιστική και αντι-καπιταλιστική, και αυτό θα μπορούσε στην πραγματικότητα να είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους έχει λάβει τόσο λίγη προσοχή από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Παρά την απουσία της από τα παγκόσμια πρωτοσέλιδα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η επανάσταση Rojava είναι στην πραγματικότητα ένα  από τα πιο σημαντικά πολιτικά σχέδια που ακολουθείται σήμερα στον κόσμο.

Από πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε πρώτης θέσης επαναστάτες.

Όταν τον Μάρτιο του 2011 ο λαός της Συρίας, εμπνευσμένος από τις λαϊκές εξεγέρσεις στην Αίγυπτο και την Τυνησία, βγήκε στους δρόμους μαζικά για να απαιτήσει την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, λίγοι θα μπορούσαν να έχουν προβλέψει ότι αυτή η ειρηνική επανάσταση θα καταλήξει γρήγορα στο χάος, προκαλώντας το θάνατο  εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων και την μετατροπή της χώρας σε ερείπια. Οι Κούρδοι της Συρίας, που ζουν κυρίως σε τρεις βόρειες περιοχές της χώρας Afrin, Kobane και Cezîre, είχαν πολλούς λόγους όπως ο καθένας - και ίσως περισσότερους - να απαιτούν την πτώση του καθεστώτος.
Για πολλά χρόνια ο κουρδικός πληθυσμός της χώρας  αντιμετωπίζονταν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, με τις περιοχές τους αφημένες  σκοπίμως υπανάπτυκτες από την κεντρική κυβέρνηση που αντιμετώπιζε την  Rojava ως εσωτερική αποικία. Ενώ είναι πλούσια σε πετρέλαιο και γεωργικές εκτάσεις δεν υπάρχουν διυλιστήρια και λιγότερο από μια χούφτα  εργοστασίων θα μπορούσαν να βρεθούν στην περιοχή. Επιπλέον, λόγω της θεσμικής απαγόρευση της κουρδικής γλώσσας  παρέχονταν μόνο εκπαίδευση στα αραβικά, καθώς και για την εκπαίδευση πέρα ​​από μαθητές γυμνασίου οι κούρδοι αναγκάζόταν να μετακινηθούν προς τα αστικά κέντρα, όπως το Χαλέπι και τη Δαμασκό.
Το 2004, οι Κούρδοι σε όλη τη χώρα ξεσηκώθηκαν μετά από μια σύγκρουση μεταξύ Κούρδων και των Αράβων οπαδών ποδοσφαίρου κατά τη διάρκεια ενός αγώνα στην πόλη Καμισλί, την περιφερειακή πρωτεύουσα του καντονιού Cezîre, ή η σύγκρουση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Η δυσανάλογη βία που χρησιμοποιήθηκε από τις δυνάμεις ασφαλείας για να πατάξει αποκλειστικά τους κούρδους οπαδούς πυροδότησε μια εβδομάδα-μακράς εξέγερσης που εξαπλώθηκε γρήγορα από τις πόλεις και τα χωριά στα βόρεια από την πρωτεύουσα και σε άλλες κυρίως αραβικές πόλεις. Μετά από αρκετές ημέρες  αναταραχής τουλάχιστον τριάντα άνθρωποι σκοτώθηκαν. Ωστόσο, πιο σημαντικό για το μέλλον της Rojava ήταν η συνειδητοποίηση ότι οι Σύριοι Κούρδοι δεν μπορούσαν να υπολογίζουν στους Άραβες γείτονές τους στην αντίθεσή τους ενάντια στο καθεστώς.
Τα γεγονότα του 2004 ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους οι Κούρδοι ήταν διστακτικοί στο να συμμετάσχουν στην εξέγερση κατά του Άσαντ το 2011. Σίγουρα, ειρηνικές διαδηλώσεις έλαβαν χώρα στις κουρδικές περιοχές, καθώς και σε πολλά άλλα μέρη, αλλά μετά που άρχισε η λαϊκή εξέγερση να μεταμορφώνεται σε ένα φαύλο και βίαιο εμφύλιο πόλεμο, οι κούρδοι αντάρτες  και τα πολιτικά τους κόμματα δίστασαν να ευθυγραμμιστούν με τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (FSA) και την πολιτική πτέρυγα του, το συριακό Εθνικό Συμβούλιο (SNC). Η αποτυχία να λάβουν εγγύηση από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης ότι οι Κούρδοι δεν θα υποστούν την περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό στο πλαίσιο μιας μελλοντικής μετά-Άσαντ, SNC-ελεγχόμενης κυβέρνησης οδήγησε τα κουρδικά κόμματα να επιλέξουν τον λεγόμενο «Τρίτο Δρόμο» και έτσι δεν ευθυγραμμίστηκαν ούτε με το καθεστώς Άσαντ, ούτε με τους επαναστάτες.

Η επανάσταση από κάτω προς τα πάνω.

Αυτός ο Τρίτος Δρόμος προσέγγισης αποδείχθηκε επιτυχής, όταν στις 19 Ιουλίου 2012 τα κουρδικά κόμματα πήραν τον έλεγχο πολλών κρατικών θεσμών στην περιοχή και ο Άσαντ άρχισε να αποσύρει τις δυνάμεις του, αφήνοντας ένα κενό εξουσίας που γέμισε γρήγορα-  το PYD.
Ένα νέο σώμα, το Κίνημα Δημοκρατικής Κοινωνίας (γνωστό στους Κούρδους με το ακρωνύμιο ΤΕV-DEM ) ιδρύθηκε για να επιβλέπει και να διευκολυνθεί η εφαρμογή των νέων, άμεσων δομών δημοκρατικής διακυβέρνησης. Το ΤΕV-DEM  ενασχολήθηκε για την οργάνωση της κοινωνίας σε διάφορες ομάδες εργασίας, επιτροπές και συνελεύσεις των ανθρώπων, η καθεμία με έμφαση σε συγκεκριμένους τομείς, όπως τα θέματα των γυναικών, την οικονομία, το περιβάλλον, την άμυνα, την κοινωνία των πολιτών και την εκπαίδευση, και πολλά άλλα.
Το  ΤΕV-DEM μπορεί να ξεχωρίσει ως ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους η επανάσταση στην Rojava δεν υπόκυψε στις καταστροφικές εσωτερικές συγκρούσεις που στοιχειώνει τόσες άλλες ομάδες της αντιπολίτευσης που έχουν ξεπηδήσει στο πλαίσιο της Αραβικής Άνοιξης. Το ΤΕV-DEM δεν λειτούργησε ως καταλύτης της επανάστασης Rojava, αλλά μάλλον διοχέτευσε το ήδη υπάρχον επαναστατικό πνεύμα, κατευθύνοντας την ενέργεια των ανθρώπων προς την κατασκευή μιας νέας κοινωνίας, παρά προς την καταστροφή του παλιού.
Οι τέσσερις αρχές του ΤΕV-DEM βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό για να γίνει κατανοητή η έκκλησή του προς τους καταπιεσμένους και τους περιθωριοποιημένους ανθρώπους του Rojava. Αυτές είναι: η επανάσταση πρέπει να είναι από τα κάτω προς τα πάνω,  πρέπει να είναι μία κοινωνική, πολιτιστική, εκπαιδευτική καθώς και μια πολιτική επανάσταση, θα πρέπει να στρέφεται κατά του κράτους, της δύναμης και της εξουσία και, τέλος, θα πρέπει να είναι οι άνθρωποι που έχουν τον τελευταίο λόγο σε όλες τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Ενώ το υπόλοιπο της Συρίας παραδίδονταν στο χάος οι άνθρωποι της Rojava συγκεντρώνονταν σε συνελεύσεις γειτονιάς και τοπικών επιτροπών, οργανώνονται προς όφελος της κοινωνίας. Ενώ το ISIS εισήλθε στον συριακό εμφύλιο πόλεμο το πρώτο εξάμηνο του 2013 οι γυναίκες της Rojava αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της επανάστασης, και εκπροσωπούν τον εαυτό τους σε όλα τα διαφορετικά επίπεδα οργάνωσης και συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση ενός μη-πατριαρχικού, αντι-καπιταλιστικού κινήματος.
 Και ενώ τα μάτια του κόσμου επικεντρώθηκε στην σφαγή και την καταστροφή του Συριακού εμφυλίου πολέμου και της διάχυσης  στο Ιράκ, τα τρία καντόνια της Rojava δηλώσαν ήσυχα την αυτονομία τους από την κεντρική κυβέρνηση.

Αυτονομία, όχι ανεξαρτησία.

Μια σημαντική λεπτομέρεια που συχνά παραβλέπεται είναι ότι οι άνθρωποι της Rojava δεν διαχωρίστηκαν από τη Συρία, δήλωσαν την αυτονομία τους και όχι την ανεξαρτησία τους. Το άρθρο 12 του «Χάρτη του κοινωνικού συμβολαίου» - (το σύνταγμα της Rojava), τέθηκε σε εφαρμογή τον Ιαν 2014 - αναφέρει σαφώς ότι «οι αυτόνομες περιφέρειες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Συρίας.
Είναι ένα μοντέλο για ένα μελλοντικό αποκεντρωμένο σύστημα της ομοσπονδιακής διακυβέρνησης στη Συρία. "Η επιδίωξη της αυτονομίας και όχι η ανεξαρτησία είναι σημαντική. Δείχνει ότι το έργο τους δεν είναι αποκλειστικά κουρδικό και ότι, αν και δεν είναι ενεργά στην εξέγερση με στόχο την ανατροπή του Άσαντ, οι άνθρωποι της Rojava  ασχολούνται με το μέλλον της χώρας τους.
Η δήλωση της περιφερειακής αυτονομίας είναι άλλωστε ενδεικτική των δεσμών μεταξύ του κινήματος στην Rojava και το κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα στο Βόρειο Κουρδιστάν (νοτιοανατολική Τουρκία). Οι στενές σχέσεις μεταξύ του PYD και το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) δεν ήταν ποτέ ένα μυστικό. Το PYD ιδρύθηκε ως η συριακή αδελφή οργάνωση του εκτός νόμου ΡΚΚ το 2003, και χιλιάδες Σύριοι Κούρδοι έχουν αγωνιστεί στις τάξεις του PKK στο εσωτερικό της Τουρκίας. Και οι δύο οργανώσεις δέχονται τον  Αμπντουλάχ Οτσαλάν ως πνευματικό ηγέτη τους, και την έννοια του Δημοκρατικού «συνομοσπονδισμού» είναι η κατευθυντήρια ιδεολογία, τόσο για την επανάσταση Rojava και τα πολυάριθμα τοπικά σχέδια στις Κουρδικές νοτιοανατολικές περιοχές της Τουρκίας.
Ο ιδεολογικός επαναπροσανατολισμός του Οτσαλάν από τη σκοπιά του μαρξισμού-λενινισμού στον οποίο ένα ανεξάρτητο, σοσιαλιστικό κράτος ήταν ο τελικός στόχος για τους Κούρδους, σε μια πολιτική πεποίθηση που βλέπει μια ομοσπονδία αυτόνομων κοινοτήτων, ανεξάρτητα από το εθνικό ή  και θρησκευτικό υπόβαθρο τους, ως η ιδανική μορφή κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης επηρεάστηκε έντονα από τα έργα του Αμερικανού αναρχικού στοχαστή Murray Bookchin.
Στις σπουδές του, ο Μπούκτσιν κοίταξε την προέλευση της κοινωνικής ιεραρχίας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη κυριαρχία πάνω στη φύση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο. Προκειμένου να δημιουργηθεί μια κοινωνία που όχι μόνο καταργεί τις ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και είναι σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον του, ο Μπούκτσιν πρότεινε την ιδέα του «ελευθεριακού κοινοτισμού».
Οι ιδέες του Bookchin σχετικά με τις λαϊκές συνελεύσεις, την άμεση δημοκρατία και μια συνομοσπονδία των τοπικών, των αυτόνομων κοινοτήτων επί του παρόντος εφαρμόζονται και στα τρία καντόνια που συνθέτουν την Rojava. Λαϊκά συμβούλια, ή «Σπίτια του Λαού», αποτελούν την καρδιά του πολιτικού συστήματος. Το πρώτο επίπεδο της οργάνωσης είναι οι τοπικές κοινότητες, η καθεμία αποτελούμενη από 30-150 νοικοκυριά, στο επόμενο επίπεδο είναι τα συμβούλια χωριού και  γειτονιάς, τα οποία αποτελούνται από 7-30 κοινότητες το καθένα, αυτό ακολουθείται από τα συμβούλια περιοχής και, τέλος, υπάρχει η MGRK, Λαϊκό Συμβούλιο  του Δυτικού Κουρδιστάν.
Οι αποφάσεις μεταφέρονται από το ένα επίπεδο στο άλλο με δύο αντιπροσώπους, έναν άνδρα και μία γυναίκα, που εκλέγονται για το σκοπό αυτό. Επιπλέον, όλα τα συμβούλια πρέπει να συμμορφώνονται με ένα 40% ποσόστωσης των φύλων .

Οι Κούρδοι της Συρίας χρειάζονται αλληλεγγύη, όχι φιλανθρωπία.

Δυστυχώς όμως όπως ήταν αναμενόμενο η επανάσταση Rojava βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, αλλά αγνοείται από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης όσο και από τους πολιτικούς κύκλους. Το έργο της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, η δημιουργία αυτόνομων ζωνών και σκληρές κριτικές του τόσο στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό δεν έχει αφήσει το λαό της Rojava με πολλούς φίλους. Ακόμη και ο Μασούντ Μπαρζανί, ηγέτης του γειτονικού ιρακινού Κουρδιστάν κοιτάζει την Rojava με ύποπτη μάτια, συνειδητοποιώντας ότι μια παρόμοια επανάσταση στο βόρειο Ιράκ θα σήμαινε αυτομάτως το τέλος της βασιλείας του. Πιο ανησυχητική, όμως, υπήρξε η διάθεση της Τουρκίας προς τα κοινωνικά πειράματα των Κούρδων της Συρίας.
"Για μας, το PYD είναι το ίδιο με το ΡΚΚ, είναι μια τρομοκρατική οργάνωση», ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν δήλωσε δημοσίως απαντώντας σε σχέδια να οπλίσει το PYD στο ύψος της μάχης για Kobane. Καθ 'όλη τη σύγκρουση η Τουρκία έχει διατηρήσει τα σύνορά της με τη συριακή πόλη ερμητικά σφραγισμένα, δεν επέτρεπε την διέλευση καμίας ενίσχυσης, είτε ιατρικής ή στρατιωτικής,  να φτάσει τους υπερασπιστές του Kobane. Η μόνη εξαίρεση ήταν όταν επέτρεψε  ένα μικρό τάγμα 150 Peshmerga μαχητών από το ιρακινό Κουρδιστάν  να διασχίσουν τα σύνορα για να πολεμήσουν στο πλευρό του YPG / YPJ κατά του ISIS.
Η Τουρκία φοβάται ότι μια επιτυχημένη επανάσταση στην Rojava θα μπορούσε να εμπνεύσει τον εγχώριο κουρδικό πληθυσμό της να ακολουθήσει ένα παρόμοιο στόχο. Στην πραγματικότητα, οι δύο ομάδες της κοινωνίας των πολιτών, όπως το Λαϊκό Κογκρέσο (DTK) και τα πολιτικά κόμματα όπως και το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP) έχουν ξεκινήσει ήδη την εφαρμογή και την υποστήριξη των τοπικών, αυτόνομων  δομών διακυβέρνησης για χρόνια.
Αυτονομία για τους Κούρδους της Τουρκίας θα σήμαινε ότι η Άγκυρα θα έχανε τον άμεσο, καθημερινό έλεγχο περίπου του ένός πέμπτου του εδάφους της, κάτι το οποίο είναι απαράδεκτο για τη σημερινή κυβέρνηση.
Για αυτούς και άλλους λόγους, η τουρκική κυβέρνηση έχει μέχρι στιγμής αρνηθεί να παράσχει βοήθεια σε οποιαδήποτε μορφή στο λαό της Rojava εν γένει, και στην πόλη της Kobane ειδικότερα.
Προκειμένου η ανοικοδόμηση της Kobane να είναι δυνατή και ο λαός της Rojava να είναι σε θέση να συνεχίσει να αντιστέκεται στην ολοένα εντεινόμενη  απειλή των δυνάμεων των τζιχαντιστών στο κατώφλι τους, είναι απολύτως ζωτικής σημασίας η Τουρκία να ανοίξει τα σύνορα της με τις συριακές περιοχές που τελούν υπό κουρδικό έλεγχο. Αν η στο παρελθόν  συμπεριφορά της Τουρκίας αποτελούσε ένδειξη για τις μελλοντικές δράσεις της, τότε υπάρχει μια μικρή ελπίδα να συμβεί αυτό κάποια στιγμή σύντομα.
Συμπέρασμα

Αν και είναι απολύτως αναγκαία η άσκηση  πίεσης από άλλες κυβερνήσεις, ώστε να αναγκαστεί η Τουρκία να ανοίξει τα σύνορά της, οι άνθρωποι στο Kobane πρέπει να είναι προσεκτικοί σε αυτούς από όπου δέχονται βοήθεια για την ανοικοδόμηση της πόλης τους. Η Άνευ όρων βοήθεια χωρίς αντάλλαγμα είναι ένα σπάνιο φαινόμενο. Προκειμένου να διατηρηθεί η ριζική ανεξαρτησία τους και οι βασικές αξίες της επανάστασης για τις οποίες αγωνίζονται, είναι σημαντικό ότι δεν θα επιτραπεί από τον λαό στους υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς και  παγκόσμιες εταιρείες που στοχεύουν στους φυσικούς πόρους της περιοχής η πρόσβαση στην Rojava.
Η αληθινή μάχη των Κούρδων της Συρίας είναι δική τους, και μόνο  δική τους. Στους επόμενους μήνες και χρόνια θα χρειαστούν όλη την αλληλεγγύη που μπορούν να πάρουν, από όλους εμάς που προσβλέπουμε σε ένα κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, αδικία και πολέμους.
Το παράδειγμα αυτό επιβεβαιώνει τον κοινωνικό – ταξικό πειραματισμό που είναι σε πλήρη εξέλιξη παντού στο κόσμο, ακόμα και όταν δεν γίνεται άμεσα και από μακριά αντιληπτός.
Παρόλο τον αρνητικό διεθνή συσχετισμό, την φαινομενική στασιμότητα ή και οπισθοχώρηση για τον κόσμο της εργασίας, την απογοήτευση και τον προβληματισμό που έχει καταλάβει μεγάλο μέρος των αγωνιζόμενων ανθρώπων, η Ιστορία δεν έχει τελειώσει και καινούργιες σελίδες της γράφονται καθημερινά, εδώ και εκεί, παντού.

Πρέπει το εντυπωσιακό εγχείρημά τους να καταγραφεί στην συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας, να εγγράψει στο συλλογικό μας υποσυνείδητο και να πυροδοτήσει νέες εφόδους στον «ουρανό».

Έως τότε να έχουμε τα μάτια μας και την αλληλεγγύη μας στραμμένη εκεί, χωρίς να ξεχνάμε ότι το τελευταίο πράγμα που χρειάζονται είναι πιστώσεις που μεταμφιέζεται ως φιλανθρωπία από τις δυτικές δυνάμεις.
Γιώργος Προυσαλίδης
Πηγή: Συλλογή πληροφοριών από το διαδίκτυο.

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Άρθρο συμβολής στο διάλογο για την αριστερά της εποχής μας, του Α. Δραγανίγου

Να αναφέρουμε εδώ ότι:

1. Το blog μας είναι φιλόξενο σε ΕΠΩΝΥΜΑ άρθρα συμβολής στους προβληματισμούς της περιόδου, που αντανακλούν και ερμηνεύουν την πραγματικότητα από ταξική και αγωνιστική ματιά και συμβάλουν στην κατεύθυνση των θεμελιωδών αρχών της ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΞΗΣ.
2. Οι Αναρτήσεις που δημοσιεύονται στο blog μας, και δεν φέρουν την υπογραφή της ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΞΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ, δεν εκφράζουν υποχρεωτικά τις θέσεις και τις αντιλήψεις μας.

Ο διάλογος για την αριστερά της εποχής μας

Ο διάλογος για την αριστερά της εποχής μας


dromos-aristeraΤο παρακάτω κείμενο έχει σαν βάση την εισήγηση του Αντώνη Δραγανίγου, μέλος της Π.Ε. του ΝΑΡ και της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην εκδήλωση της «Ενωτικής Πρωτοβουλίας Παρέμβασης και Διαλόγου»-Ε.Π.Π.Δ. «Μετά την 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Ν’ ανατρέψουμε την επίθεση, ν’ αλλάξουμε την αριστερά», που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα την Τετάρτη 23 Μάρτη 2016
Είναι ο διάλογος που άνοιξε πριν και μετά τη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εσωτερικό ζήτημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
Δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι η βρισκόμαστε μπροστά σε μιαόξυνση και περιπλοκή της κρίσης, που έχει ως βασικό στοιχείο της την ανώτερη σύνδεση της καπιταλιστικής επίθεσης, όπως αυτή εκφράζεται στην χώρα μας από το επερχόμενο νέο βάρβαρο μνημόνιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ, την άνοδο του ρόλου του πολέμου, των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και του ρατσισμού, της κλιμάκωσης της βαθιά αντιδραστικής εκστρατείας του κεφαλαίου, που ολοένα κλιμακώνεται με αφορμή τα προσφυγικά κύματα και τα τυφλά τρομοκρατικά χτυπήματα στην Ευρώπη, αλλά και της εντεινόμενης και επιταχυνόμενης πολιτικής κρίσης/κρίσης εκπροσώπησης με βασικό της στοιχείο τη γρήγορη φθορά και απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ.
Επομένως το τρίπτυχο: πάλη για τα κοινωνικά δικαιώματα και την επιβίωση της εργατικής τάξης και του λαού ενάντια στα μνημόνια, τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις και την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αγώνας για ταδημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού ενάντια στην τρομοκρατική εκστρατεία του κεφαλαίου και της ΕΕ και υπεράσπιση της ειρήνης απέναντι στις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες, το ΝΑΤΟ και τον ευρωστρατό, έρχεται στην πρώτη γραμμή.
Αν σε αυτή την ιεράρχηση συμφωνούν περίπου όλοι, το ζήτημα που προκύπτει είναι με ποια πολιτική γραμμή και με ποιο κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο θα δοθεί αυτή η μάχη. Ποιος και με ποια πολιτική θα απαντήσει, θα σηκώσει ανάστημα, θα ανοίξει δρόμους, δεν θα «προδώσει» για μια ακόμα φορά τον κόσμο που επιμένει.
Πάνω σε αυτό το κομβικό ζήτημα της περιόδου διεξάγεται μια μεγάλη συζήτηση μέσα στον λαϊκό αριστερό κόσμο, την αντικαπιταλιστική αριστερά, τα ρεύματα που διαφοροποιήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ. Η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤAΡΣΥΑ πιστεύουμε πως έχει να συνεισφέρει ουσιαστικά και σημαντικά σε αυτόν τον διάλογο. Ας δούμε κάποια παραδείγματα, χαρακτηριστικά της μεγάλης αυτής συζήτησης.
Ο χαρακτήρας του προγράμματος
Κεντρικό ζήτημα που συζητήθηκε στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης ήταν το θέμα του αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα του προγράμματος. Είναι γνωστό ότι το ζήτημα αυτό στο άμεσο παρελθόν είχε αποτελέσει σημείο σφοδρής σύγκρουσης και στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η Συνδιάσκεψη απάντησε στο θέμα αυτό ως εξής: «Παλεύουμε για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης στη βάση του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος. Το πλαίσιο των πολιτικών στόχων του προγράμματος συγκρούεται με την κυρίαρχη αστική πολιτική. Απευθύνεται στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, με στόχο την πολιτική έκφραση, συμπύκνωση και την ανάπτυξη του αγώνα για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, την ενότητα της κατακερματισμένης εργατικής τάξης και την οικοδόμηση της συμμαχία της με τα φτωχά λαϊκά, εκμεταλλευόμενα στρώματα, με εργατική ηγεμονία. «Γεφυρώνει» τις σημερινές διεκδικήσεις με την προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού και τον ορίζοντα της εργατικής εξουσίας. Στοχεύει στην ριζική αλλαγή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών σε όφελος της εργατικής τάξης και του λαού, στην ανατροπή της επίθεσης, και την υποκειμενική προετοιμασία δυνάμεων για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας»[i]
Η κατεύθυνση αυτή, που συνοδεύεται από το αντίστοιχο πλαίσιο στόχων για την περίοδο προκύπτει από την εκτίμηση για τον χαρακτήρα της κρίσης του καπιταλισμού, ως δομικής, «ιστορικού χαρακτήρα» κρίσης. Είναι άραγε υπερβολική αυτή η θέση; Είναι θέση που μας απομακρύνει από τη δυνατότητα συμμαχιών;
Σε μια πρόσφατη παρέμβαση κριτικής στην Διακήρυξη της ΛΑΕ, ο Η. Ιωακείμογλου γράφει: «Υπάρχουν μερικοί από εμάς στο χώρο της ΛΑΕ (…) που θεωρούν ότι η κρίση του καπιταλισμού, επειδή είναι διαρθρωτική, αφορά δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο είναι χτισμένο το σύστημα, μπορεί να λυθεί μόνο με διαρθρωτικά μέτρα, είτε μέτρα της αστικής τάξης κατά των δυνάμεων της εργασίας είτε μέτρα των εργαζόμενων τάξεων κατά του κεφαλαίου.Είναι αδύνατο να παλέψουμε για μια αντικαπιταλιστική έξοδο από την κρίση χωρίς να θίξουμε τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στην ίδια τη βάση του, δηλαδή στις σχέσεις ιδιοκτησίας, στις σχέσεις παραγωγής και στη διαδικασία αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης.»[ii]
Το ζήτημα του κεντρικού προσανατολισμού που πρέπει να έχει η αριστερά σήμερα, που ξορκίστηκε ως «βερμπαλισμός» και «απογείωση» επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη, από πολλούς χώρους και ρεύματα.
Περιδιαβαίνοντας την εισήγηση για την Συνδιάσκεψή της Αριστερής Ριζοσπαστικής Κίνησης (ΑΡΚ), βρίσκουμε να ορίζει σαν βασικό στόχο «τη συμμετοχή μας σε όλες εκείνες τις διεργασίες που θα συντείνουν στην ανασύνθεση της ριζοσπαστικής Αριστεράς μέσα από τη δημιουργία ενός πλατιού μετώπου με όλες τις συλλογικότητές της, τις οργανώσεις για τα δικαιώματα και τα απελευθερωτικά κινήματα, με στόχο να ανοίξει ο δρόμος για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και το πέρασμα στη σοσιαλιστική κοινωνία» [iii].
Ο Δ. Μπελαντής, σε ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα του διαλόγου στην αριστερά των τελευταίων μηνών, πηγαίνει ακόμη παραπέρα: «Βρισκόμαστε, γράφει, σε μια εποχή όπου κάθε προσωρινό ή μεταβατικό πρόγραμμα, μέσα στη βαθιά δομική κρίση του καπιταλισμού και πιθανόν πριν από έναν ακόμη ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τα σύννεφα του οποίου και πυκνώνουν, οφείλει να έχει στρατηγικό ορίζοντα και μάλιστα για το μεσοπρόθεσμο μέλλον την εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό ως μετάβαση στον κομμουνισμό. Το «πατριωτικό-αντιιμπεριαλιστικό» και το «φιλεργατικό», η έξοδος από την Ευρωζώνη, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ είναι άμεσοι στόχοι που όχι μόνο δεν αποσυνδέονται αλλά και αποτελούν ειδικές εκδηλώσεις ενός κομμουνιστικού προγράμματος, εσωτερικού αλλά και διεθνούς…»[iv].
Από την άλλη πλευρά η ΛΑΕ αρνείται στην κεντρική της κατεύθυνση ένα πρόγραμμα ρήξης με τις δυνάμεις του κεφαλαίου και τους νόμους του συστήματος (το κέρδος, την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα κλπ). Το πρόγραμμά που προτείνει, παρά τους επιμέρους ριζοσπαστικούς στόχους, είναι περισσότερο ένα πρόγραμμα μιας «άλλου τύπου ανάπτυξης» του καπιταλισμού με διαχειριστική, κυβερνητική προοπτική, παρά ένα «μεταβατικό πρόγραμμα» ρήξης με την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Η διατύπωση: «Οι αντιστάσεις του λαού θα μείνουν κατακερματισμένες, αν δεν έχουν προοπτική την πολιτική ανατροπή. Την ανάδειξη μιας μαχόμενης Αριστεράς, μιας εξουσίας των εργαζομένων, με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα δημοκρατίας, εθνικής ανεξαρτησίας, παραγωγικού μετασχηματισμού, οικονομικής ανόρθωσης, κοινωνικής δικαιοσύνης και οικολογικής προστασίας», από την πρόσφατη Διακήρυξή της είναι μια εύγλωττη συμπύκνωση αυτής της κατεύθυνσης [v].
Σε σχέση με τη στάση απέναντι στην ΕΕ
Προφανώς ο «αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας» του προγράμματος όταν μένει αφηρημένος μπορεί όντως να αποτελεί ένα φύλο συκής για μια όχι και τόσο ριζοσπαστική πολιτική. Κρίνεται σε ορισμένα βασικά σημεία, κόμβους που τελικά κρίνουν πραγματικά και την κατεύθυνσή του. Ένας από αυτούς τους κόμβους είναι το ζήτημα της ΕΕκαι των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών -και όχι άδικα. Είναι προφανής ο κεντρικός ρόλος της ΕΕ στην επιβολή του καθεστώτος των μνημονίων κα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στην χώρα μας.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο ζήτημα αυτό έχει στάση απόλυτα σαφή: «Η ΕΕ δεν αποτελεί ένα «ουδέτερο έδαφος εκδήλωσης αντιθέσεων» αλλά έναν πολιτικό μηχανισμό κατασκευασμένο κατ’ εικόνα και ομοίωση των κυρίαρχων τάξεων στην Ευρώπη, με τις οποίες δένεται με χιλιάδες νήματα και τις οποίες υπηρετεί (…) Η Ε.Ε. είναι η ιμπεριαλιστική ένωση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, του δημοσιονομικού συμφώνου, της τραπεζικής ενοποίησης. Η σιδηρά πειθαρχία που επιβάλλουν αυτές οι συνθήκες (…) δεν αποτελεί κάποια πρόσκαιρη παρέκκλιση,αλλά σχέδιο μακράς πνοής για την αντιδραστική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού. Είναι «δομικά» αντιδραστική και δεν μεταρρυθμίζεται σε φιλολαϊκή κατεύθυνση. Μόνο η ρήξη και η αποδέσμευση από αυτόν τον μηχανισμό μπορεί να ανοίξει τον δρόμο στον διεθνισμό των λαών, σε μια κοινωνία και μια οικονομία που θα είναι προσανατολισμένες στην εξυπηρέτηση των κοινωνικών και λαϊκών αναγκών, και θα ελέγχονται από τους παραγωγούς του πλούτου».[vi]
Δεν είναι λίγοι-ες οι σύντροφοι-ισσες και συναγωνιστές-τριες που ενστερνίζονται αυτές τις διαπιστώσεις, παρότι εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές αμφισημίες και ερωτήματα, μέσα στην μαχόμενη αριστερά, που σε πολλές περιπτώσεις παραμένει εξαιρετικά άτολμη, και πολύ πίσω από τις αντιΕΕ διαθέσεις που έχουν αναπτυχθεί μέσα στον λαό και από τα συμπεράσματα που βγήκαν μετά την 8μηνη διαπραγμάτευση και τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην εισήγηση της ΑΡΚ για την Συνδιάσκεψή της, για παράδειγμα, ενώ αφιερώνεται σημαντικό κομμάτι στην περιγραφή μιας διαδικασίας σύγκρουσης με τις δυνάμεις του κεφαλαίου (εθνικοποιήσεις τραπεζών/εμπορίου κλπ) διατηρούνται σοβαρές αμφισημίες στο θέμα του χαρακτήρα και της σχέσης με την ΕΕ με διατυπώσεις όπως: «η περίοδος του δημοψηφίσματος, ο πόλεμος που δέχτηκε η ελληνική κοινωνία από το κλείσιμο των τραπεζών, από τα ΜΜΕ και από τους επίσημους ‘θεσμούς’ της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης έχουν οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα για το ρόλο και τα όρια της συνύπαρξης μέσα στην ΕΕ, για το ρόλο του εγχώριου κατεστημένου όπως και της ελληνικής αστικής τάξης και των στηριγμάτων της». («Για την φυσιογνωμία..», ό.π.).
Όμως, τα «ασφαλή» αυτά συμπεράσματα, αν δεν ολοκληρώνονται σε πολιτικές θέσεις, ρήξης/αποδέσμευσης, παραμένουν μετέωρα, δεν αποκτούν «υλική δύναμη».
Ο Η. Ιωακείμογλου πάλι, παρά τις θετικές και σε σημαντικό βαθμό αντικαπιταλιστικές διατυπώσεις, υποβαθμίζει το ζήτημα στο θέμα του νομίσματος, θέτοντας το λάθος ερώτημα «ναι ή όχι στην υποτίμηση». (Η. Ιωακείμογλου, ό.π.).
Στην προδημοσίευση του βιβλίου τους «To φάντασμα του 1989, το καλοκαίρι του 2015» οι Λάσκος, Παπαδάτος γράφουν: «H πρόκληση για την Αριστερά είναι να σκεφτεί το περιεχόμενο του κοινωνικού ανταγωνισμού σήμερα, αν η επιδίωξη των κυρίαρχων κύκλων της Ένωσης δεν είναι τόσο η εκδίωξη της Ελλάδας, το Grexit, όσο το να καταστεί αδύνατη η επιβίωσή της εκτός ευρώ, όσους βαθμούς αυτονομίας και αν αποκτήσει η οικονομία της. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι η ρήξη με την Ευρωζώνη δεν αποτελεί μια ηρωική στιγμή, αλλά μια μακρά διαδικασία, που βραχυπρόθεσμα μας υποχρεώνει να σκεφτούμε τι απαιτεί αυτή η επιβίωση...» [vii]
Με τέτοιες όμως διατυπώσεις, η πιθανή έξοδος από την ευρωζώνη –εντός ΕΕ¬– παραπέμπεται σε ένα μακρινό και ακαθόριστο μέλλον. Οι θέσεις αυτές χάνουν από τα μάτια τους τελείως όχι μόνο την άρρηκτη σύνδεση της ΕΕ με κάθε πτυχή της καπιταλιστικής επίθεσης αλλά και τον πολιτικό ρόλο της ΕΕ. Όπως φάνηκε πεντακάθαρα και στην περίοδο του δημοψηφίσματος, η ΕΕ ως σύνολο λειτούργησε ως ιμπεριαλιστικός πολιτικός μηχανισμός άμεσης βίας, επιβολής και οργάνωσης του πραξικοπήματος ενάντια στην λαϊκή θέληση. Αυτό κρίθηκε οριστικά και για πάντα την μεγάλη νύχτα της 17ης του Ιούλη.
Από τότε και μετά, το δίλημμα έχει τεθεί με τον πιο απλό τρόπο –αν και σίγουρα δύσκολο στους όρους της απάντησής του: είτε οργάνωση για ρήξη / αποδέσμευση, είτε υποταγή.
Για αυτό και, κατά την γνώμη μας, αποτελεί υπεκφυγή η θέση που διατυπώνεται στην πρόσφατη Διακήρυξη της ΛΑΕ: «Εάν τεθεί από τα πράγματα το δίλημμα «σύγκρουση με τη σημερινή Ε.Ε. ή εγκατάλειψη του προοδευτικού, ριζοσπαστικού μας προγράμματος» ασφαλώς θα επιλέξουμε το πρώτο και θα καλέσουμε τον λαό να αποφασίσει με δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι της χώρας μας στην Ε.Ε».
Αν, μετά από όσα έγιναν, είμαστε ακόμα στο «αν», προφανώς δεν προετοιμάζουμε το λαό για τη μάχη που πρέπει να δοθεί!
Το όριο όλων αυτών των αντιλήψεων για την ΕΕ είναι ότι επανέρχεται ξανά και ξανά, σαν φάντασμα, το ζήτημα της «μεταρρύθμισης της ΕΕ», μιας άλλης «ΕΕ» ή της «Ευρώπης των εργαζομένων». Στην πραγματικότητα το φάντασμα αυτό πλανιέται πίσω από διατυπώσεις όπως «σημερινή ΕΕ», «γερμανική ΕΕ» κ.λπ. Για αυτό και στην Διακήρυξη της ΛΑΕ οι διατυπώσεις επιλέγονται με προσοχή «εάν τεθεί από τα πράγματα το δίλημμα «σύγκρουση με τησημερινή Ε.Ε», εννοώντας προφανώς ότι η «αυριανή ΕΕ» μπορεί και να είναι διαφορετική. Παρά τη συντριπτική ήττα του στην πράξη, λοιπόν, το σύνθημα «αλλάζουμε την Ευρώπη» (εννοώντας την ΕΕ, βέβαια) του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει στ’ αλήθεια απορριφθεί από μεγάλο τμήμα της αριστεράς.
Σε αντίθεση με τις προβληματικές θέσεις δυνάμεων της αριστεράς σημαντικό μέρος αγωνιστών της αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης της βάσης της ΛΑΕ, τοποθετούνται εντελώς διαφορετικά:
Στην πρόσφατη παρέμβασή τους με τον τίτλο «Συμβολή στην Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της ΛΑΕ» 63 μέλη της ΛΑΕ γράφουν: «Σε αυτή τη φάση όμως, θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να πάρουμε ξεκάθαρα θέση ότι η έξοδος από την ευρωζώνη σημαίνει και σύγκρουση και έξοδο από την Ε.Ε.. Είναι ξεκάθαρο τι είδους ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση είναι η Ε.Ε.. Η οδυνηρή εμπειρία της δήθεν «διαπραγμάτευσης» του ΣΥΡΙΖΑ με τους «εταίρους» έχει καταγραφεί και στη συνείδηση του κόσμου και δεν αφήνει περιθώρια για άλλες υποσχέσεις «διαπραγματεύσεων» για να βγούμε από την ευρωζώνη παραμένοντας στην Ε.Ε. σε συνεννόηση με τους «εταίρους»…. Δεν μπορεί η πολιτική λογική μας να αφήνει αυταπάτες σχετικά με το ρόλο της Ε.Ε. ή αυταπάτες περί μιας «άλλης Ε.Ε.», ούτε μπορεί να κινείται στη λογική μιας «συντεταγμένης εξόδου από το ευρώ», η οποία θα γίνει μέσα από μια συμφωνία με το ευρωσύστημα και θα βασίζεται σε ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις…» [viii]
Αντίστοιχα σαφείς θέσεις για το ζήτημα της ΕΕ έχουν συλλογικότητες που προέρχονται από το ΚΚΕ: Για παράδειγμα ο Γ. Μυλωνάς σε άρθρο του στην ιστοσελίδα του «Εργατικού Αγώνα» γράφει: «Το κυριότερο εμπόδιο για ένα τέτοιο εγχείρημα [σημ. απελευθέρωση από τα δεσμά του χρέους και των μνημονίων] δεν είναι κυρίως η ευρωζώνη και οι νομισματικές και δημοσιονομικές δεσμεύσεις που επιφέρει, αλλά η ΕΕ και οι τέσσερις ελευθερίες που ισχύουν σε αυτή. Το ζήτημα της σχέσης της χώρας με την ΕΕ είναι κεντρικό πρόβλημα, είναι η κόκκινη γραμμή που διαχωρίζει την εργατική πολιτική και τα εργατικά και τα λαϊκά συμφέροντα από την αστική τάξη και τις επιδιώξεις της. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να είναι ο κεντρικός πυλώνας γύρω από τον οποίο θα διαμορφωθεί ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης της κρίσης υπέρ του λαού με προοπτική βαθιές ανατροπές στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει κατά τη γνώμη μας οι τοποθετήσεις να είναι ξεκάθαρες και χωρίς εκπτώσεις και συμβιβαστικές λύσεις.» [ix]
Για το θέμα της «κυβέρνησης» της Αριστεράς και της εξουσίας
Δεν μπορούμε να παραλείψουμε, τέλος, την εκτεταμένη συζήτηση που διεξάγεται για το ζήτημα της κυβέρνησης, του κράτους και της εξουσίας. Σε αντίθεση με μια προηγούμενη φάση που όλα αυτά τα ζητήματα φαίνονταν σαν να αποτελούσαν μια ιδεολογική εμμονή κάποιων και η «πολιτική» ταυτίζονταν με την «κυβερνητική πρόταση», η συζήτηση που διεξάγεται σήμερα είναι πολύ πιο βαθιά και ουσιαστική:
Ας δούμε κατ’ αρχήν πώς απάντησε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τη Συνδιάσκεψή της. Στο ερώτημα «ποιος θα υλοποιήσει το πρόγραμμα» απαντάμε ότι: «Το πρόγραμμα αυτό προωθείται και σε ένα βαθμό επιβάλλεται σήμερα από τον πολιτικό αγώνα των εργαζόμενων, το εργατικό λαϊκό μέτωπο ρήξης ανατροπής και το αναπτυσσόμενο αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Στο σύνολό του μπορεί να το υλοποιήσει η κυβέρνηση και η εξουσία των εργαζόμενων, που προϋποθέτει την επαναστατική αλλαγή και τα όργανα εξουσίας του εργαζόμενου λαού. Άλλωστε, η εμπειρία της κατάληξης της κυβερνητικής λύσης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η γενικότερη ιστορική σχετική εμπειρία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο έδειξε πολύ καθαρά τον λαθεμένο χαρακτήρα των αντιλήψεων που αποκόβουν την «πάλη για την κυβέρνηση» απ’ την πάλη για την εξουσία, που δεν κατανοούν τον ενιαίο χαρακτήρα των μηχανισμών εξουσίας, ανεξάρτητα από την ποικιλομορφία των δομών τους και τους τρόπους με τους οποίους επιβάλλουν την οικονομική, πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία τους. Έδειξε επίσης ότι δεν υπάρχει «ουδετερότητα» του κράτους, ούτε μπορεί να το «χρησιμοποιήσει» μια κυβέρνηση έξω από την επαναστατική διαδικασία συντριβής της αστικής εξουσίας. Η απολυτοποίηση του ρόλου της κοινοβουλευτικής κατάκτησης του κυβερνητικού κέντρου και η υποτίμηση της οργάνωσης του λαού δείχνει και τον εκτεταμένο χαρακτήρα των«κοινοβουλευτικών αυταπατών» μέσα στην αριστερά». (ό.π. Πολιτική Απόφαση θέση 13)
Η κυβερνητική εμπειρία ακόμη και των πρώτων μηνών του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ διδακτική. Κι όμως, δεν έχουμε ξεμπερδέψει τους λογαριασμούς μας με την «διαχείριση» και τον «κυβερνητισμό» που πραγματικά χαντάκωσε την αριστερά… Ποιο είναι το κομβικό ζήτημα εδώ; Είναι η σχέση με το κράτος. Και η συζήτηση καλά κρατεί:
Οι Λάσκος, Παπαδάτος στην προδημοσίευση του βιβλίου τους γράφουν: «Για πολύ καιρό πριν από τις εκλογές, πολλοί υποστήριξαν ότι το εγχείρημα αυτό –μια αριστερή κυβέρνηση σε ένα καπιταλιστικό κράτος και εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης–, ήταν πρωτότυπο σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν υπήρχαν οι θεωρητικές επεξεργασίες που θα υποδείκνυαν πιθανούς δρόμους. Για άλλους, πάλι, το πρόβλημα ήταν γενικώς ο ευρωκομμουνισμός. Τουλάχιστον όμως μια συγκεκριμένη εκδοχή αυτού του τελευταίου προειδοποιούσε πως, αν περιοριστούμε στο πεδίο του κράτους, ακόμα και υιοθετώντας τη λεγόμενη στρατηγική ρήξης, θα γλιστρήσουμε χωρίς να το καταλάβουμε στη σοσιαλδημοκρατία: εξαιτίας του ίδιου του βάρους της υλικής υπόστασης του κράτους, η αλλαγή του εσωτερικού στο κράτος συσχετισμού δυνάμεων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά με τη στήριξη στους αγώνες και τα κινήματα που υπερβαίνουν το κράτος». (ό.π. Λάσκος, Παπαδάτος, προδημοσίευση)
Αυτή η θέση προωθεί μια αντίληψη που πρακτικά τείνει να αφήνει «ανέπαφο» το κράτος και τους μηχανισμούς του και να θεωρεί ότι μπορεί να λύσει το πρόβλημα «με την στήριξη στους αγώνες και τα κινήματα»Το ερώτημα όμως είναι: τι γίνεται με το ίδιο το κράτος; Τους μηχανισμούς καταστολής, τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς και τα άπειρα πλοκάμια που το δένουν με το κεφάλαιο και τους μηχανισμούς του ιμπεριαλισμού. Ελπίζουμε στο ίδιο το βιβλίο να δοθούν οι απαντήσεις.
Η ΑΡΚ, πάλι αντιμετωπίζοντας το θέμα της «κρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ» θέτει το ζήτημα ως εξής: «Το αριστερό κόμμα είναι η αντίπαλη μορφή στο κράτος, τον ισχυρό πόλο της σχέσης, και η κατεξοχήν μορφή οργάνωσης της αστικής πολιτικής. Ως εκ τούτου η έμφαση της αριστερής, αντικαπιταλιστικής πολιτικής θα πρέπει να είναι στο δημόσιο χαρακτήρα της πολιτικής και του κράτους, δηλ. στη διαπερατότητα του κράτους από τις ανάγκες και τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων.» (ό.π.)
Τέλος, κεντρική θέση στην αναπαραγωγή ενός νέου «αριστερού κυβερνητισμού» χωρίς την παραμικρή κριτική στον προηγούμενο κυβερνητισμό του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς κριτική στις διαχειριστικές αντιλήψεις και αντίθετα με ισχυρά διαχειριστικές πρακτικές στο πλαίσιο του σημερινού κράτους, έχουν τα κείμενα (και η πρακτική) της ΛΑΕ. Στη Διακήρυξή της βάζει για μια ακόμα φορά μπροστά την ανάγκη της «αριστερής κυβέρνησης» με την συνοδεία ορισμένων πολύ άτολμων μέτρων εκδημοκρατισμού του σημερινού αστικού κράτους όπως: «περιορισμένο αριθμό θητειών για τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς, τους βουλευτές» (ένα πράγματι πολύ δευτερεύον ζήτημα, στις ΗΠΑ έχουν δύο θητείες για τον Πρόεδρο), «να κοπεί ο ομφάλιος λώρος ιδιοκτητών μεγάλων μέσων ενημέρωσης- πολιτικής εξουσίας» (που μόνο σαν ευχή μπορεί να διαβαστεί), «να αξιοποιηθεί για τις λαϊκές ανάγκες η εκκλησιαστική περιουσία» (και όχι απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας που κρατάει από τα χρυσόβουλα των βυζαντινών αυτοκρατόρων). Έτσι δεν υπερβαίνει τα όρια μιας δημοκρατικής/εκσυγχρονιστικής εκδοχής της σημερινής κατάστασης. (Αν και αυτό ακόμα δεν φτάνει να δικαιολογήσει τον συμβιβασμό –ακόμη και την υπερψήφιση αντιδραστικών πολιτικών- στο πλαίσιο των θέσεων κρατικής διαχείρισης που διατηρεί σε Περιφέρειες, ΔΣ Οργανισμών, Ταμεία κλπ).
Η δυνατότητα της «αριστερής διακυβέρνησης» εντός των πλαισίων της κυριαρχίας του κεφαλαίου και της «μεταρρυθμισιμότητας»/«διαπερατότητας του κράτους από τις ανάγκες και τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων» έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με τον μαρξισμό, αλλά και με την ίδια την εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρητικά δεν υπήρχε καλύτερη περίοδος για μια πολιτική που ο συνδυασμός της δράσης των «κάτω» (κινήματα / αντιστάσεις) και της παρέμβασης από «πάνω» («αριστερή κυβέρνηση») θα μπορούσε να ανοίξει «ρωγμές στο κράτος» για να υπάρξει η «διαπερατότητα» με τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων. Στην πράξη όμως τα πράγματα έγιναν αλλιώς. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στην κυβέρνηση –και ακριβώς για να πάρει την κυβέρνηση στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας- έδωσε όρκους πίστης «στην συνέχεια του κράτους». Έδωσε εγγυήσεις ότι θα αφήσει άθιχτους τους πιο σκοτεινούς μηχανισμούς του και τοποθετώντας -ανάμεσα στα άλλα- στις ηγεσίες ανθρώπους με την έγκριση ή έστω την ανοχή των μηχανισμών αυτών.
Αν η αριστερά δεν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με την διαχείριση του αστικού κράτους και κατά συνέπεια τον«αριστερό κυβερνητισμό» θα πηγαίνει από ήττα σε ήττα, αν όχι από τραγωδία σε τραγωδία.
Το θέμα αυτό θίγουν κάπως πιο ουσιαστικά οι θέσεις της Οργάνωσης Νεολαίας Ριζοσπαστικής Αριστερής Ανασύνθεσης (ΟΝΡΑ) για την πρόσφατη συνδιάσκεψή της: «η απόπειρα για μια κυβέρνηση της αριστεράς, γράφουν, κατέδειξε ακόμα ερωτήματα και προβληματικές αναφορικά με το κράτος. (…) Αναδείχθηκε πλέον και με όρους πολιτικής πρακτικής ότι το κράτος δεν είναι μόνο μια δομή αποτελεούμενη από επιμέρους δομές που δημιουργούν και επικαθορίζουν τις θέσεις των υποκειμένων στην βάση της κυρίαρχης αντίληψης. Είναι και οι ίδιες οι ελίτ που το στελεχώνουν αυτές που δημιουργούν συνθήκες αναπαραγωγής συγκεκριμένων λογικών και πολιτικών…».. [x]
Ο προβληματισμός αυτός θέτει με μεγαλύτερη οξυδέρκεια το θέμα του κράτους από ότι ορισμένοι ινστρούχτορες του «μαρξισμού της μεγάλης πολιτικής». Οι απόψεις τους επικοινωνούν περισσότερο με την θέση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ακριβώς για τον «ενιαίο χαρακτήρα των μηχανισμών εξουσίας, ανεξάρτητα από την ποικιλομορφία των δομών τους..».
Ο Δ. Μπελαντής προχωράει πιο βαθιά την κριτική του: «Ο δρόμος του κυβερνητισμού, γράφει, οδήγησε, είτε σε φάρσες του σοσιαλισμού (όπως τα σοσιαλιστικά κόμματα του Νότου στη δεκαετία του 1980) είτε σε μεγάλες τραγωδίες και μάλιστα αιματηρές, όπως ο Δεκέμβρης, όπως ο Αλιέντε. Η σημερινή κατάληξη στην Ελλάδα ανήκει στις τραγωδίες και μάλιστα τις αιματηρές και αυτό θα φανεί στην πορεία.(…) Ο κυβερνητισμός δεν είναι καθόλου η αποδοχή μιας μεταβατικής κυβέρνησης της Αριστεράς που θα εισάγει σε ρήξη με την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό φιλεργατικά και φιλοκοινωνικά μέτρα (όπως ήθελε το 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν, όπως ήθελε ο Τρότσκυ στο «Μεταβατικό πρόγραμμα» του 1938, όπως ήθελε κάποια στιγμή το ΕΑΜ ή ο Αλιέντε κ.ά.) και θα ανοίξει το δρόμο στην σοσιαλιστική ανατροπή. Είναι η πλήρης αποδοχή από την κυβερνητική ή εν δυνάμει κυβερνητική Αριστερά των βασικών επιλογών του αστισμού και η διαχείρισή τους (ό.π. Πέντε καταρρεύσεις..).
Σε τελική ανάλυση, ο σκληρός πυρήνας του ζητήματος είναι η διαφορά μεταξύ της επαναστατικής και της μεταρρυθμιστικής αντίληψης για το κράτος. «Η εξουσία των εργαζομένων θα προκύψει ως αποτέλεσμα της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας», λένε οι θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. «Δηλαδή της αντικαπιταλιστικής επανάστασης, της συντριβής του κράτους, της αποδέσμευσης από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, της απαλλοτρίωσης των μέσων παραγωγής και της οικοδόμησης της κυβέρνησης και της εξουσίας των οργάνων του εργατικού και λαϊκού κινήματος, μιας εξουσίας νέου τύπου. Η σημερινή μας τακτική, τα συνθήματα και οι στόχοι μας πρέπει να την εμπεριέχουν -στην συγκρότηση και την προβολή τους-, πρέπει να ορίζονται από την πάλη για αυτή τη νέου τύπου εξουσία των εργαζομένων…» (Θέσεις για την 3η Συνδιάσκεψη, Θέση 40)
Αυτή η τοποθέτηση δεν «χάνει» από την οπτική της τους περίπλοκους και ιστορικά πρωτότυπους δρόμους μέσα από τους οποίους η ταξική πάλη μπορεί να οδηγήσει στην προσέγγιση της εξουσίας. «Κανείς δεν είναι σε θέση σήμερα να προβλέψει αν, κάτω από συνθήκες οξυμμένης ταξικής πάλης, επαναστατικής κατάστασης και κλονισμού της αστικής κυριαρχίας, προκύψει μια κυβέρνηση που θα διακηρύσσει τη ρήξη με τις δυνάμεις του συστήματος πριν από την επανάσταση. Η ιστορία είναι γεμάτη από πρωτότυπους συνδυασμούς της ταξικής πάλης. Σε κάθε περίπτωση, οι επαναστατικές δυνάμεις κρίνουν τη στάση τους και την τακτική τους με γνώμονα την πρόοδο της επαναστατικής διαδικασίας, την προσπάθεια κατάκτησης του συνόλου της εξουσίας..». (ό.π.)
Θα μπορούσαμε να εκφράσουμε την κριτική στον «κυβερνητισμό» και με τα λόγια του Σπύρου Σκαμνέλου: «…θα πρέπει να εξετάσουμε και το εάν εξακολουθεί να έχει νόημα η αναφορά σε μια «κυβέρνηση της (πραγματικής) Αριστεράς»… Για να τεθεί ξανά ως ρεαλιστικός στόχος το σύνθημα για «κυβέρνηση της (πραγματικής) Αριστεράς», ως απαραίτητη προϋπόθεση τίθεται σε πρώτη φάση να μπλοκαριστεί η εφαρμογή των συμφωνηθέντων και σε δεύτερη φάση η κυβέρνηση –η όποια κυβέρνηση!– να πέσει από το κίνημα και να πέσει προς τα αριστερά, από έναν λαό που είναι σε θέση να πάρει τις τύχες του στα δικά του χέρια. Και θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι, για ν’ αρχίσουν να υλοποιούνται αυτές οι προϋποθέσεις, έχουμε μπροστά μας δρόμο πολύ και δύσβατο. Αν όμως κάτι μας έμαθε η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να κόψουμε δρόμο. Αυτός είναι ο δρόμος, αυτόν θα βαδίσουμε».[xi]
Μια απόπειρα συμπερασμάτων
Όλη αυτή η πολύ αναλυτική αναφορά –μέρος και αυτή της συζήτησης- έγινε για να έχουμε μία «πανοραμική» εικόνα των προβληματισμών και των ρευμάτων που διαπερνούν αυτή την περίοδο την αριστερά και τους βασικούς κόμβους αυτής της συζήτησης. Από το παρουσιαση έμεινε εκτός –για λόγους χώρου και σημασίας- η αναφορά στο ΚΚΕ, που ελπίζουμε να γίνει με ξεχωριστό τρόπο.
Από την εικόνα αυτή και τον τρόπο που οι διάφορες θέσεις και ρεύματα επικοινωνούν, «συνδιαλέγονται» ή «αντιπαρατίθενται» με τις αποφάσεις της 3ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προκύπτουν, πιστεύω, ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα:
1. Η πολιτική/προγραμματική τομή που επαγγέλθηκε και επιδίωξε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Συνδιάσκεψή της είναι απόλυτα αναγκαία όχι μόνο για την ίδια, αλλά για όλη την Αριστερά. Προκύπτει πράγματι ως ανάγκη τόσο από το βάθος της καπιταλιστικής επίθεσης και τις αναγκαίες στρατηγικές απαντήσεις του κινήματος, όσο και από την πολύ μεγάλη διαδικασία «αφομοίωσης» των συμπερασμάτων της ανόδου και της χρεοκοπίας της «ρεφορμιστικής» λύσης ΣΥΡΙΖΑ.
Ο διάλογος που γίνεται δεν περιορίζεται και δεν έχει στο κέντρο του το θέμα του «μετώπου» της αριστεράς ή άλλου. Αυτό ισχύει στα μυαλά ορισμένων, όχι στην ζωή. Έχει στο κέντρο του τα μεγάλα ζητήματα της αριστεράς της εποχής μας, όπως αυτά που αναφέρθηκαν και άλλα (εθνικό-διεθνικό, αντιιμπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό-ταξικό, παραγωγική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού ή σύγκρουση με τις εκμεταλλευτικές παραγωγικές σχέσεις κλπ).
Η έκβαση αυτού του διαλόγου –προφανώς σε συνδυασμό με τις κοινωνικές διεργασίες που θα πυροδοτήσουν οι επερχόμενες μάχες κατά της κυβέρνησης και του μνημονίου της– θα κρίνουν την κατεύθυνση που θα πάρουν αυτές οι διεργασίες και τελικά τον χαρακτήρα του κοινωνικού και πολιτικού «μετώπου» που θα οικοδομηθεί και όχι ανάποδα (φτιάχνουμε το «μέτωπο» και θα δούμε τι λέει»).
Θα κριθεί δηλαδή το αν θα υπάρξει μια ανασύνθεση της αριστεράς σε αντικαπιταλιστική αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση με ηγεμονία των επαναστατικών και σύγχρονων κομμουνιστικών αντιλήψεων στο δρόμο για το αντικαπιταλιστικό μέτωπο/πόλο ή αν θα υπάρξει μία αναπαραγωγή νέων και παλιών ρεφορμιστικών αντιλήψεων που αντικειμενικά καθηλώνουν την σκέψη και την δράση στα αδιέξοδα προηγούμενα όρια. Για να το θέσουμε με άλλα λόγια κρίνεται αν θα προχωρήσουμε στην «αναγκαία «αποσυριζοποίηση» της Αριστεράς[xii] σήμερα» η σε μια «επανασυριζοποίηση» αναζητώντας τον αρχικό «πρωτοσύριζα» που προδόθηκε και χάθηκε.
Οι δύο αυτές αντιλήψεις είναι μεταξύ τους ασύμβατες. Δεν μπορεί να υπάρξει «μέσος όρος». Στο όποιο μέτωπο ή πολιτική συνεργασία υπάρξει είτε θα επικρατήσει η αντικαπιταλιστική αντιιμπεριαλιστική είτε η διαχειριστική, νεοκυβερνητική, εντός ΕΕ λογική. Η μάχη για την ηγεμονία υπάρχει και αναπτύσσεται σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος από ό,τι πριν και αυτό είναι προχώρημα και όχι οπισθοχώρηση. Για αυτό αξίζει να δώσουμε αυτή τη μάχη με συνεκτικό και ενωτικό τρόπο.
2. Όπως φάνηκε, πιστεύω, από την μέχρι τώρα παρουσίαση, αυτές οι δύο τάσεις ξεχωρίζουν όλο και πιο πολύ στον δημόσιο διάλογο. Υπάρχουν ρεύματα και αγωνιστές προερχόμενα από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και την ΛΑΕ πουτείνουν να «σπάσουν το όριο» των νέων και παλιών ρεφορμιστικών αντιλήψεων και αυταπατών και αναζητούν σε κατεύθυνση ανατρεπτική αντικαπιταλιστική. Και υπάρχουν τάσεις και ρεύματα που τείνουν να αναπαράγουν τα παλιά στερεότυπα, να μείνουν στα πλαίσιά τους, να μην προχωρούν στην αναγκαία τομή. Χωρίς, βέβαια, να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη κινητικότητα και ώσμωση ανάμεσα στα διάφορα ρεύματα και οι απόψεις δεν έχουν κατασταλάξει, ούτε θα κατασταλάξουν εύκολα.
Αυτός ήταν ο λόγος που το κείμενο συμβολής του ΝΑΡ στην Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σημείωνε ότι: «Το δίπολοπρέπει ή δεν πρέπει να «συμμαχήσουμε με τους ρεφορμιστές» είναι, κατά τη γνώμη μας, λάθος. Τόσο οι αντιλήψεις που συμπεριφέρονται σεχταριστικά απέναντι σε αυτή την διεργασία και δεν αναζητούν δρόμους επικοινωνίας, συνεργασίας και τελικά αντικαπιταλιστικού μετώπου, είτε αυτές που είναι έτοιμες να εγκαταλείψουν ουσιώδη ζητήματα του αντικαπιταλιστικού προγράμματος στο όνομα της «συμμαχίας», είναι αναποτελεσματικές»[xiii]Ακριβώς γιατί πρέπει να διακρίνουμε και όχι να τσουβαλιάσουμε τις ριζοσπαστικές τάσεις που τείνουν να σπάσουν το «ρεφορμιστικό περίβλημα» από εκείνες που μας γυρίζουν πίσω στα παλιά.
Για τον ίδιο λόγο είναι σωστή η θέση της Πολιτικής Απόφασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δεν βλέπει σαν «κρίκο» της απεύθυνσής μας γενικά τον «ρεφορμισμό», αλλά σημείωνε ότι «υπάρχουν, ωστόσο, οργανωμένες δυνάμεις και συλλογικότητες και κυρίως χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες, ανένταχτοι ή και ενταγμένοι στα ρεφορμιστικά κόμματα που αναζητούν και αγωνιούν για μια πραγματική μάχη για την ανατροπή της επίθεσης, για μια ενωτική αντικαπιταλιστική προοπτική. Υπάρχουν, επίσης, ορισμένες οργανωμένες δυνάμεις και συλλογικότητες που προγραμματικά αποδέχονται και συμφωνούν με θέσεις του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, χωρίς όμως να έχουν έως τώρα δεσμευτεί σε μια συνολική μετωπική πολιτική προσπάθεια και με τις οποίες η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναπτύσσει ήδη κοινή δράση». (Πολιτική Απόφαση..οπ)
Αυτές οι θέσεις δεν είναι «άτολμες» όπως προβλήθηκε από ορισμένες πλευρές. Τόλμη σημαίνει να έχουμε θεμελιωμένη εκτίμηση για τον ρόλο, τη στάση και την πορεία διαμόρφωσης των ρευμάτων και των δυνάμεων στην κοινωνία και τη αριστερά, και με βάση αυτήν, να διαμορφώνουμε μια ενεργητική γραμμή παρέμβασης, μακριά από νέες αυταπάτες που οδηγούν σε μισόλογα και αδιάφορα μέσο όρο αντιτιθέμενων απόψεων.
3. Και τέλος: Το κέρδισμα δυνάμεων, η «ανασύνθεση» σε αντικαπιταλιστική / αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση με επαναστατική ηγεμονία δεν είναι απλά και μόνο θέμα θέσεων. Αν θέλουμε να παρέμβουμε και να βρεθούμε σε κοινό βηματισμό με χιλιάδες άλλους αγωνιστές –και εμείς θέλουμε με όλη μας την δύναμη– πρέπει: α) Πριν από όλα και πάνω από όλα να έχουμε πρωτοπόρα στάση στην ταξική πάλη και τους αγώνες, ώστε να ερχόμαστε σε επαφή με τις πιο πρωτοπόρες κοινωνικά τάσεις- ειδικά της εργατικής νεολαίας, που το κέρδισμά τους μπορεί και πρέπει να αλλάξει όχι μόνο την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και συνολικά την αριστερά β) Να δώσουμε τη μάχη για την ανάπτυξη, την ενίσχυση, και τον μετασχηματισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ώστε να αποτελεί πραγματικό πόλο έλξης χιλιάδων νέων αγωνιστών. Η πολιτική βασίζεται στην σκληρή φράση «συσχετισμός δυνάμεων». Έξω από αυτό, έξω από την κοινωνική βάση και την οργάνωσή της δεν μπορούμε να έχουμε φιλοδοξίες, και γ) Χρειάζεται ενεργητική παρέμβαση στις εξελίξεις στην αριστερά, από την σκοπιά των θέσεών μας. Δεν φοβόμαστε, δεν «αποφεύγουμε» την ώσμωση και τους «μπελάδες» της. Αντίθετα οικοδομούμε δεσμούς εμπιστοσύνης και «χώρους» κοινής δράσης γιατί χωρίς αυτούς, με αφ’ υψηλού κριτική και από μακριά υποδείξεις δεν πρόκειται να κερδίσουμε κανέναν! Η δράση μας στην Περιφέρεια Αττικής, ή στο πρόσφατο συνέδριο της ΓΣΕΕ δείχνουν ότι στη πράξη όλο και πιο ώριμα βαδίζουμε σε αυτόν τον δρόμο. Η 3η Συνδιάσκεψη περιγράφει αναλυτικά αυτούς τους δρόμους και δίνει το έναυσμα για να προχωρήσουμε.
Αντώνης Δραγανίγος, μέλος της ΠΕ του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση και της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Παραπομπές-Σημειώσεις
[ii] Η. Ιωακείμογλου: «ΛΑΕ: τι πρόγραμμα χρειαζόμαστε» 1.03.2016
[vii] «To φάντασμα του 1989, το καλοκαίρι του 2015» Χ. Λάσκος-Δ. Παπαδάτος (προδημοσίευση)

Πηγή: narnet.gr